Η αντιγραφή ξένων δημοσιογραφικών προτύπων, σε μια Ελλάδα του '80 που θύμιζε περισσότερο Μέση Ανατολή παρά Δύση, φάνηκε παράταιρη από την αρχή. Κάποιοι επιχείρησαν έτσι να αντισταθμίσουν τη στέρηση και τον καταναγκασμό που κυριαρχούσαν στα κομματικά μαντριά της μεταπολίτευσης, αρχικά στα περιοδικά κι έπειτα στην τηλεόραση. Σιγά σιγά έπεισαν πολλούς ότι το μόνο που τους έλειπε για να είναι ευτυχισμένοι ήταν αυτό που δεν έλειπε από τον διπλανό τους· καμία ικανοποίηση ποτέ, μόνο υπερκατανάλωση. Η στιγμή αποκόπηκε από την εμπειρία, το σώμα προβλήθηκε ενοχικά με αναπαραστάσεις μίσους, η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε καθυστερημένα από την πίσω πόρτα, σαν άλλο ένα αγαθό της δήθεν ευμάρειας, χωρίς να έχει περάσει από την κοινωνία· κατακερματίστηκε και κρεμάστηκε στα περίπτερα για να πουληθεί. Από την παραγωγή για την ανάγκη περάσαμε στην παραγωγή της ανάγκης, μια πολιτιστική εκδοχή του θατσερικού There is no alternative, σε μια κοινωνία με τεράστια παράδοση στην εσωστρέφεια.
Το παραμύθι της ισχυρής Ελλάδας -ισχυρής με τη μαφιόζικη έννοια- ειπώθηκε τόσες φορές που έγινε μοιραία το φανταστικό διακύβευμα μιας αρκετά μεγάλης μερίδας ανθρώπων, μπλέχτηκε με το σκυλο-ποπ, τα καταναλωτικά δάνεια και τον εθνικισμό και βοήθησε να φουντώσει η ξενοφοβία. Διαπλάθοντας ένα έθνος χαμηλής συναισθηματικής νοημοσύνης σύμφωνα με τα δικά της μέτρα -αλλά και στηλιτεύοντάς το ταυτόχρονα ως απολίτιστο- η νέα ισχυρή τάξη του λαϊφστάιλ οραματίστηκε μια χώρα ιδιωτικό ορμητήριο πειρατών της ιδιοτέλειας και σε ορισμένο βαθμό το πέτυχε. Οποιος παρέκκλινε, όποιος έβλεπε τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα αυτής της επιβολής -που με τους Ολυμπιακούς άγγιξε την καθολική παράνοια και αναβαθμίστηκε αισθητικά- χαρακτηριζόταν στην καλύτερη περίπτωση γραφικός και στη χειρότερη εσωτερικός εχθρός.
Η νευρικότητα του λαϊφστάιλ επιχείρησε να αφαιρέσει κάθε ίχνος πραγματικής ζωντάνιας από τους νέους, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί. Χώρισε τη νεολαία σε «φυλές» αναπαράγοντας τους χοντροκομμένους, αρχαϊκούς διαχωρισμούς της μουσικής βιομηχανίας, την ίδια εποχή που πάνκηδες, ροκαμπιλάδες και φρικιά ήταν όλοι μαζί στις συναυλίες και στον δρόμο. Ποτέ δεν πήραν χαμπάρι τι έτρεχε πραγματικά ούτε στη μουσική ούτε στο underground, πουθενά. Οικειοποιήθηκαν με το έτσι θέλω ένα σωρό σύμβολα που σήμαιναν κάτι, αλλά όταν πέρασαν στα χέρια τους έγιναν απλά μασκαριλίκια, και αυτό ήταν από μια άποψη απελευθερωτικό, γιατί έτσι τα σύμβολα -στο ροκ εν ρολ για παράδειγμα- έγιναν για πάρα πολλούς περιττή υπόθεση.
Σήμερα, όλο αυτό το παραλήρημα, η συλλογική ενοχοποίηση από τις ίδιες μούρες που επί χρόνια μας έλεγαν ότι όποιος δεν καταναλώνει δεν υπάρχει, προδίδει την αγωνία τους, γιατί οι μάσκες έχουν πέσει και το παραμύθι δεν πουλάει πια. Το ότι συνεχίζουν να περιφέρονται στα τηλεοπτικά στούντιο, λες και δεν τρέχει τίποτε, απλώς επιβεβαιώνει το θράσος τους.
Last Drive, ροκ συγκρότημα
απο την καθημερινή